Ο γοητευτικός και επικίνδυνος Άλλος

  • Δημοσιεύτηκε: Κυρ, 01/12/2013 - 3:08μμ

Μάλλον είναι δύσκολο να απαντηθεί σε λίγες γραμμές τι είναι αυτό που ευθύνεται για την απόδοση συλλογικά στους Ρομά του ρόλου του παρία, του παρείσακτου, του ζητιάνου, της μάγισσας, της κλέφτρας, που συμπυκνώνει όλο το φοβικό μας και που θεωρεί ότι αντιπροσωπεύουν όλα τα κακά της εκάστοτε κοινωνίας: είναι άπλυτοι, άπληστοι, βρόμικοι, άθρησκοι, αμόρφωτοι, παραφορτωμένοι με ψεύτικα στολίδια, λάγνοι, τεμπέληδες, δεν αγαπούν τα παιδιά τους κ.ο.κ.

Όλα αυτά για μια ομάδα ανθρώπων που στο πέρασμα της Ιστορίας ταξίδεψε, όπως λένε οι ειδικοί, από τις Ινδίες μέσω του Βυζαντίου, κατοίκησε σε όλη σχεδόν την Ευρώπη, πήγε στις νέες χώρες ως θύμα εκτοπισμού ή μετανάστευσης. Που αποτελεί ένα από τα πολυπληθέστερα θύματα του ναζισμού. Που όπου ετοιμάζεται να κατοικήσει οργανώνονται συγκεντρώσεις για να διωχθούν. Που διατηρεί μια έντονη εσωτερική συνοχή και μια έντονη αλληλεγγύη μεταξύ των μελών της.

Οι Ρομά ή Γύφτοι (από το Αιγύπτιοι) ή Τσιγγάνοι/Αθίγγανοι (από το α/θιγγάνω=αγγίζω, αυτοί που δεν πρέπει να τους ακουμπήσεις) δεν είναι ένα πράγμα. Υπάρχουν έντονες ταξικές και κοινωνικοοικονομικές διαστρωματώσεις. Αυτονόητο, αλλά πρέπει να το επαναλαμβάνουμε με κάθε ευκαιρία για να αποκρούσουμε τη ρατσιστική προπαγάνδα. Υπάρχουν λοιπόν πλούσιοι και φτωχοί, μορφωμένοι και αγράμματοι, συντηρητικοί και προοδευτικοί, σύννομοι και έκνομοι, καθαροί και βρόμικοι. Κανονικοί άνθρωποι δηλαδή.

Οι Ρομά μιλάνε τη δική τους γλώσσα, τη ρομανί, μια γλώσσα με κοινό κορμό, που παίρνει δάνεια από τις γλώσσες των χωρών στις οποίες ζουν. Η γλώσσα τους είναι προφορική, πράγμα που σημαίνει ότι όταν προσπαθούμε να διδάξουμε σε ένα παιδί ελληνικά δεν του μαθαίνουμε μόνο μια δεύτερη γλώσσα, αλλά και τη δεξιότητα του να γράφει και να διαβάζει, κάτι που είναι ξένο στη δική του κοινότητα. Και επειδή το εκπαιδευτικό σύστημα είναι από τα πρώτα που διώχνει τους Ρομά εκτός, ας έχουμε υπόψη μας ότι η σχολική αποτυχία και διαρροή στη συνέχεια, είναι δική μας λανθασμένη προσέγγιση και όχι δική τους αδιαφορία.

Οι Ρομά στην Ελλάδα είναι πολιτογραφημένοι από τη δεκαετία του '70. Όμως, πού είναι τα βασικά τους δικαιώματα της κατοικίας, της υγείας, της εργασίας, της εκπαίδευσης; Και γιατί με μεγάλη ευκολία ακόμη και από ομάδες που προσπαθούν να αλλάξουν τον κόσμο προς το δικαιότερο, ακούμε ότι οι ίδιοι οι Ρομά δεν το θέλουν; Πόσο λογικό είναι να λες ότι κάποιος επιθυμεί να ζει σε παράγκες, χωρίς νερό και τα στοιχειώδη είδη μιας ευπρεπούς διαβίωσης; Πόσος ρομαντισμός μπορεί να χωρέσει στο ότι οι Ρομά είναι έτσι από τη φύση τους (sic), ότι τους αρέσει να γυρνάνε; Για πόσα χρόνια η μόνη θετική εικόνα θα είναι της Τσιγγάνας με τα πολύχρωμα φορέματα που χορεύει και τραγουδά; Πόσες φορές θα ακούσουμε ακόμη ότι τα παιδιά πάνε σχολείο μόνο στην αρχή του έτους για να πάρουν το επίδομα της πρόνοιας και μετά οι γονείς τα σταματάνε; Πόση θέληση χρειάζεται για να παραδεχτούμε ότι κανένα από τα οργανωμένα συστήματα δεν τους περιλαμβάνει, δεν τους επιθυμεί και τους θέτει στο περιθώριο;

Η ιστορία με τη «μικρή Μαρία» είναι ενδεικτική. Όχι της ανθρωποφαγίας των ΜΜΕ, αυτή είναι δεδομένη άλλωστε, οι αρχές δεν μπορούν να ανεχτούν ανθρώπους χωρίς ρίζες και χωρίς αφεντικά, χωρίς μόνιμη κατοικία και χωρίς καμία χρησιμότητα ως εργατικό δυναμικό, αλλά του ρατσισμού που με κάθε μικρή ή μεγάλη ευκαιρία ξεπηδά από μέσα μας και φανερώνει ότι εμείς είμαστε ο/η «εαυτός» και οι Ρομά είναι ο Άλλος. Που οδήγησε σύσσωμο το ελληνικό έθνος το οποίο δεν έχει και πολλά χρόνια που άφησε πίσω του συνήθειες που ακόμα βλέπουμε στους Ρομά, της αστικοποίησης ένεκα να μιλάει γι'αυτούς που παίρνουν (κλέβουν;) παιδιά για να παίρνουν τα επιδόματα. Που ανέσυρε από τη μνήμη του ό,τι εικόνα και είδηση βρήκε πρόχειρη ή βαθύτερα θαμμένη για να μας πει ότι «έτσι είναι αυτοί»: όλη μέρα κάθονται και ζουν από την παιδική εργασία  έχεις δει εσύ ποτέ τσιγγάνο να δουλεύει;

Θα μπορούσαν να ειπωθούν πολλά σχετικά. Βασισμένα στη βιβλιογραφία. Τα περισσότερα όμως εδώ εκκινούνται από το συναίσθημα, από τη βιωματική εμπειρία. Χρόνια εργαζόμενη, συν-εργαζόμενη και συν-αγωνιζόμενη στους καταυλισμούς, τους οικισμούς και τις γειτονιές, αλλά και στα κελιά της φυλακής με τους Ρομά, άλλα πράγματα είδα και ένιωσα. Έφαγα, αγκαλιάστηκα και φιλήθηκα μαζί τους και δεν «κόλλησα» τίποτα, παράτησα την τσάντα μου και τη βρήκα πάλι, μου χάρισαν ντομάτες και φράουλες απ'αυτές που πουλούσαν, αστειεύτηκαν μαζί μου γιατί ήμουν 35 χρονών και ανύπαντρη. Σ'αυτή την εικόνα δεν πρόκειται να χωρέσει ποτέ το στερεότυπο του γύφτου που κλέβει τα παιδιά για να τα βγάλει στα φανάρια. Και θα 'θελα να σβηστεί από παντού.

Βαγγελίτσα Κοντοδήμα

Θεματικές: 
Κατηγορίες: