Πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας και επίταξη του ιδιωτικού τομέα μέσα στην πανδημία

  • Δημοσιεύτηκε: Δευ, 07/12/2020 - 2:09μμ

Η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας (ΠΦΥ) θα μπορούσε να παίξει στην πανδημία έναν ιδιαίτερο ρόλο, αν βέβαια ήταν επαρκώς στελεχωμένη. Θα μπορούσε να αναλάβει τα τεστ, τα οποία όφειλαν να είναι δωρεάν. Θα μπορούσε, πιο συγκεκριμένα, να υπάρχει ένα περιφερειακό ιατρείο  όχι μόνο κέντρα υγείας, ως χώρος λήψης των τεστ από κατάλληλα εξοπλισμένο προσωπικό Έτσι, θα είχε αποτραπεί από νωρίς η διασπορά στη κοινότητα σε σημαντικό βαθμό.    Αν ήταν κατάλληλα στελεχωμένη, η πρωτοβάθμια φροντίδα θα μπορούσε να παρακολουθεί πολύ καλύτερα τα περιστατικά: τόσο αυτά που προκύπτουν τώρα (αυτά που αναγκαστικά γυρίζουν πρώιμα πίσω στην κοινότητα, ενώ έχουν ανάγκες νοσηλείας και φροντίδας) όσο και εκείνα της μη-COVID νοσηρότητας, που παραμελούνται στη συνθήκη της κρίσης. Θα μπορούσαμε να παρακολουθούμε τους αρρώστους πριν πάνε στο νοσοκομείο, για να αναγνωρίζουμε έγκαιρα το κρίσιμο στάδιο όπου ο ασθενής αρχίζει να ρίχνει το οξυγόνο του, η κατάστασή του επιδεινώνεται γρήγορα είναι πριν τη διασωλήνωση και τελικά χάνεται αν δεν δράσουμε ταχύτατα. Η αναγνώριση αυτής της ιδιαιτερότητας θέλει πολύ στενή παρακολούθηση καθημερινά.    

Υποστελέχωση

Γι' αυτό λοιπόν φωνάζουμε οι μαχόμενοι υγειονομικοί εδώ και μήνες. Αλλά φωνάζαμε και πριν από την πανδημία, όταν κυριαρχούσε η άλλη νοσηρότητα. Διότι η κατάσταση δεν ήταν ιδανική πριν και χειροτέρευσε τώρα. Ήταν άσχημη ήδη όσον αφορά την πρόσβαση του κόσμου σε ποιοτικές, αποτελεσματικές και παρεχόμενες με ανθρώπινο τρόπο υπηρεσίες υγείας. Και αυτή η κατάσταση εκρήγνυται τώρα, στις συνθήκες της πανδημίας. Ήδη πριν από την κρίση της πανδημίας είχαμε 6.000 οργανικά κενά σε γιατρούς και 25.000 σε νοσηλεύτριες-ές, τραυματιοφορείς, πληρώματα ασθενοφόρων, οδηγούς, επισκέπτες υγείας κ.λπ. µητούσαμε λοιπόν να γίνουν αυτές οι μαζικές προσλήψεις, εννοείται μόνιμων, αφού οι άνθρωποι αυτοί καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες. Αυτές οι ανάγκες πολλαπλασιάζονται στις τωρινές συνθήκες: θέλουμε πολύ περισσότερο προσωπικό και από αυτό που ζητούσαμε πριν.

Σχεδιασμός

Απαιτούνταν ένας σχεδιασμός, όπως επισημαίναμε πολλοί από τον Μάρτιο: είναι άλλο πράγμα να δρας τελευταία στιγμή, σε συνθήκες απελπισίας, και άλλο πράγμα να έχεις πάρει έγκαιρα όλα τα μέτρα, ώστε να αντιμετωπίσεις και όλες τις παραμέτρους της πανδημίας (ή όσες είναι δυνατό: δεν τις ξέρουμε όλες από την αρχή, καθότι είναι καινούργιο φαινόμενο), αλλά και για την υπόλοιπη νοσηρότητα, ώστε να μην καταλήξουμε στη λεγόμενη αποφεύξιμη θνησιμότητα και αναπηρία.

Επίταξη ή ενοικίαση την τελευταία στιγμή;

Υπάρχουν απώλειες που θα μπορούσαμε να έχουμε αποφύγει με ένα πιο οργανωμένο σύστημα. Γι' αυτό λέγαμε ότι η επίταξη του ιδιωτικού τομέα, όπως και των στρατιωτικών νοσοκομείων, και η τοποθέτησή τους σε ενιαίο κρατικό σχεδιασμό ήταν ζωτικό να γίνουν από νωρίς, για διάφορους λόγους: Πρώτον, για να έχουν οργανωθεί όλα τα τμήματα και να έχει εκπαιδευτεί το όποιο προσωπικό, ώστε να μπορεί να αντεπεξέλθει πραγματικά στο νέο φαινόμενο. Δεύτερον, να έχουν εξασφαλιστεί και προγραμματιστεί οι συσκευές οξυγόνου και όλα τα αναλώσιμα: το Ιπποκράτειο της Θεσσαλονίκης έχει σήμερα, σε μία μέρα, τόσες ανάγκες σε παροχή οξυγόνου, όσες είχε πριν τη πανδημία σε ένα μήνα. Γι' αυτό δεν ισχύει η δήλωση του Μητσοτάκη για «πεταμένα λεφτά» ή του Πέτσα, ότι η επίταξη θα γίνει μόνο «την τελευταία στιγμή». Τώρα, στην τελευταία στιγμή, με τον τρόπο που την επιχειρούν, δεν πρόκειται για επίταξη, αλλά για χρυσοπληρωμένη ενοικίαση. Επίταξη σημαίνει «δεσμεύω τις υποδομές του ιδιώτη επιχειρηματία, του αφαιρώ πλήρως το διευθυντικό δικαίωμα στην επιχείρησή του και αναλαμβάνει το κράτος με ό,τι αυτό σημαίνει για το προσωπικό που πρέπει να καταθέσει (επιτρόπους, νέο διοικητικό συμβούλιο κ.λπ.), το δε προσωπικό της επιταγμένης μονάδας το υποχρεώνω να δουλέψει για τις ανάγκες της πανδημίας με μισθό δημόσιου τομέα».
Η ανάγκη να γίνει αυτή δεν προέκυψε στη φάση της πανδημίας. Το πρόβλημα προϋπήρχε: πολλοί άνθρωποι, ειδικά των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, που δεν είχαν τη δυνατότητα να πληρώσουν τον ιδιωτικό τομέα, δεν έβρισκαν απάντηση στο πρόβλημά τους έγκαιρα, αποτελεσματικά και ποιοτικά στο δημόσιο σύστημα υγείας. Γι' αυτό και το αίτημα ενός πολύ πιο διευρυμένου δημόσιου τομέα υγείας είχε διατυπωθεί εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Και το ερώτημα είναι: Όταν, παράλληλα προς έναν υποστελεχωμένο δημόσιο τομέα, υπάρχει ένας υπερδιογκωμένος ιδιωτικός επιχειρηματικός τομέας, το ζήτημα είναι απλά να στελεχωθεί ο δημόσιος; Ο ιδιωτικός θα μένει για να κάνει τι; Εμπόριο υπηρεσιών δίπλα;

Ο ιδιωτικός τομέας ανταγωνίζεται τον δημόσιο

Ο επιχειρηματικός τομέας ασκεί μονοπωλιακές πιέσεις και μόνο με την ύπαρξή του. Απομυζά στελέχη, που τα πληρώνει επαρκώς, χειρουργούς και υψηλά εξειδικευμένο προσωπικό. Τους δίνει υψηλό μισθό, που εξασφαλίζει από τα νοσήλια που πληρώνει ο άρρωστος. Συν το κέρδος που έχει ο ιδιώτης επιχειρηματίας.
Η ενίσχυση του ΕΣΥ δεν είναι η μόνη απάντηση. Και αυτή ήταν μια μεγάλη σύγκρουση που είχαμε παλιότερα και εντός του ΣΥΡΙΖΑ, όταν για πρώτη φορά θέσαμε το 2009, στη θεματική υγείας, το ζήτημα της επίταξης. Εξηγούσαμε τότε ότι το δημόσιο δεν μπορεί να δίνει λεφτά για τα πάντα και ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να ξαναχτίσει νέα νοσοκομεία και κέντρα αποκατάστασης (παρεμπιπτόντως, στη Θεσσαλονίκη δεν έχουμε ούτε ένα τέτοιο δημόσιο κέντρο, ενώ υπάρχουν εφτά ιδιωτικά). Μια πραγματικά αριστερή διακυβέρνηση, σε περίοδο που χρειάζεται να χρηματοδοτήσει τόσες άλλες ανάγκες, δεν χρειάζεται να τριπλασιάσει τις δαπάνες του δημόσιου για να αντεπεξέλθει στις πραγματικές υγειονομικές ανάγκες. Μπορεί, όμως και οφείλει να κρατικοποιήσει τον ιδιωτικό επιχειρηματικό τομέα. Δηλαδή, η καθολική επίταξη, που σήμερα μέσα στην πανδημία είναι αδήριτη ανάγκη, αποτελεί και το πρώτο στάδιο για τη μετάβαση στην πλήρη κοινωνικοποίηση-εθνικοποίηση, δηλαδή στην οριστική απόσπαση και των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας των επιχειρηματιών πάνω στις δομές υγείας.

Ο ιδιωτικός τομέας στην Ελλάδα

Η επίταξη είναι απάντηση στο σήμερα και βασικό στοιχείο του εναλλακτικού μεταβατικού προγράμματος που οφείλει να έχει η ριζοσπαστική αντικαπιταλιστική Αριστερά στην Ελλάδα του 2020, σε μια σοσιαλιστική προοπτική. Ο ιδιωτικός επιχειρηματικός τομέας υγείας στην Ελλάδα δεν είναι απλώς άλλος ένας παραγωγικός κλάδος, όπου ανοίγει κανείς μια επιχείρηση και, στις γνωστές συνθήκες του νεοφιλελευθερισμού, κερδοφορεί. Ο ιδιωτικός τομέας αναπτύχθηκε ξανά στην Ελλάδα μετά το 1992, γιατί ο πρώτος νόμος για το εθνικό σύστημα υγείας, το 1983, απαγόρευσε την ίδρυση ιδιωτικών κλινικών. Τις επέτρεψε η κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη το 1992, και έκτοτε αποκτήσαμε ιδρύματα όπως το Διαβαλκανικό, το Υγεία, οι Ευρωκλινικές κ.λπ. και αυτά που έχουμε στην πόλη μας και σε όλες τις μεγάλες πόλεις, από την κυβέρνηση Σημίτη, το 1996, και μετά.
Στο μεταξύ, είχε αναπτυχθεί ένας τεράστιος στόλος από διαγνωστικά κέντρα που απομυζούσαν τα ταμεία, χρεώνοντας τις διάφορες διαγνωστικές εξετάσεις, αξονικές, μαγνητικές κ.λπ., σε τιμή πολύ υψηλότερη από το πραγματικό κόστος. Αυτό γίνεται και τώρα με τα τεστ για τον κορωνοϊό. Έτσι, ασκούσε μια φοβερά παρασιτική πίεση στα δημοσιονομικά της χώρας, υπερκερδοφορώντας ο ίδιος και επιτυγχάνοντας την κερδοφορία του ουσιαστικά στις πλάτες ταμείων και εργαζομένων. Πρόκειται για έναν ιδιωτικό τομέα κυριολεκτικά ασύδοτο, που, μόνο την τριετία 2004-2007, είχε ποσοστό κερδοφορίας 134%, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία. Επρόκειτο για τους πιο κερδοφόρους κλάδους της καπιταλιστικής ανάπτυξης, στη μετά την ΟΝΕ εποχή.

Πώς επιτυγχάνεται     η ιδιωτικοποίηση

Από τη σκοπιά της πολιτικής οικονομίας της υγείας, η μείωση των κρατικών κοινωνικών δαπανών ευνόησε και ευνοεί την ιδιωτικοποίηση των συστημάτων υγείας, τις συμπράξεις δημόσιου-ιδιωτικού, που είναι μια εκδοχή της ιδιωτικοποίησης, όπως και τη μερική ιδιωτικοποίηση του δημοσίου συστήματος (μέσω λ.χ. των συνεργείων καθαριότητας, σίτισης και φύλαξης). Παράλληλα, η φορολογία των πλούσιων και των επιχειρήσεων μειωνόταν. Το κεφάλαιο, λοιπόν, έδωσε όλο και λιγότερα χρήματα για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης και, την ίδια στιγμή, κατέλαβε νέους χώρους κερδοφορίας.
Αυτή είναι, λοιπόν, η ιδιωτικοποίηση: η κερδοφορία και η πραγμάτωση της υπεραξίας δεν περνούν μόνο από τη σφαίρα του φαρμάκου (όπου τώρα, με το εμβόλιο που θα παράγουν, οι μεγάλες εταιρίες θα βγάλουν τα μαλλιοκέφαλά τους), ούτε μόνο από τον ιατρικό εξοπλισμό (τον αναπνευστήρα, το κρεβάτι της εντατικής κ.λπ., που παράγουν ιδιωτικές βιομηχανίες), ούτε μόνο από τα κάθε λογής αναλώσιμα υλικά. Η απόσπαση του κέρδους συντελείται στην ίδια την παροχή της υπηρεσίας. Έτσι, καταργούνται τα βασικά κεκτημένα των κοινωνικών κρατών στη Δυτική Ευρώπη, που τη διαφοροποιούσαν από την Αμερική: ήταν βασικό η παροχή της περίθαλψης να μη συνδέεται με την κερδοφορία, αλλά να προσφέρεται δωρεάν στον πληθυσμό. Για το κεφάλαιο είναι σήμερα εξαιρετικής σημασίας ζήτημα (γι' αυτό και ασκούνται αυτές οι πολιτικές) το να θέσει ή να κρατήσει υπό τον έλεγχό του ζωτικούς χώρους κοινωνικής αναπαραγωγής ως χώρους απόσπασης κέρδους. Και είναι κρίσιμο αυτό ειδικά στον τομέα υγείας, γιατί εδώ η ανάγκη των ανθρώπων είναι ανελαστική: ο πολίτης πληρώνει από την τσέπη του πολύ πιο εύκολα για την υγεία σε σχέση με άλλα αγαθά. Άρα τα κέρδη είναι εγγυημένα.

Εμβόλιο     αντί συστημάτων υγείας;

Σήμερα μπορούμε να θέσουμε το στρατηγικό ζήτημα της συνολικής κρατικοποίησης του ιδιωτικού τομέα ως ένα βήμα σε μια διαφορετική κοινωνική πορεία, αξιοποιώντας την αηδία του κόσμου για το μαυραγοριτισμό του ιδιωτικού τομέα μέσα στην πανδημία. Η μάχη θα είναι μακρά και ανεξάρτητη από τις απώλειες που θα έχουμε, από το πώς θα βγούμε από την πανδημία και από την αποτελεσματικότητα του εμβολίου: μια μετάλλαξη του ιού μπορεί να αχρηστεύσει το εμβόλιο μόλις αυτό θα έχει παραχθεί και λίγο πριν χορηγηθεί. Δεν ξέρουμε πόσο αποτελεσματικό θα είναι, πέρα απ' όσα λέγονται. Δεν ξέρουμε πόσοι θα προλάβουν να εμβολιαστούν, καθώς μαίνεται ένας ανταγωνισμός με άνισους όρους μέσα στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα (ισχυρές χώρες θα παραλάβουν σαφώς πιο γρήγορα το εμβόλιο από τις υπόλοιπες, παρά τα όσα ακούγονται για διαπραγματεύσεις εντός της Ε.Ε.). Η Γερμανία, για παράδειγμα, είναι η μόνη χώρα στην Ε.Ε. που, ενώ δεν έχει τόσο μεγάλο αριθμό θανάτων και κρουσμάτων, και παρόλο που πριν την εκδήλωση της πανδημίας διέθετε πενταπλάσιο ανά 1.000.000 πληθυσμού αριθμό κρεβατιών ΜΕΘ από την Ελλάδα, η ίδια τα αύξησε από την άνοιξη κατά 13.000 (από 25.000 στα 38.000). Εννοείται ότι χώρες σαν τη Γερμανία, στη μετά-COVID19 εποχή, με τις διαλυμένες οικονομίες, τη φτωχοποίηση των πληθυσμών κ.λπ., θα βρεθούν σε πολύ καλύτερη θέση στον ανταγωνισμό εντός της Ε.Ε., ακριβώς διότι θα έχουν κρατήσει την οικονομία τους σε καλύτερη κατάσταση, έχοντας αποφύγει τα συνεχή και παρατεταμένα lockdown, και στηριζόμενες στη σχετική επάρκεια των συστημάτων υγείας τους.

Θοδωρής Ζδούκος, γιατρός ΕΣΥ,  μέλος ΚΙΑ Θεσσαλονίκης    

Το κείμενο είναι συντομευμένη εκδοχή παρέμβασης του Θοδωρή Ζδούκου σε εκδήλωση του δημοτικού σχήματος «Πόλη Ανάποδα» στις 20.11.2020. Η πλήρης εκδοχή δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα InfoLibre.
 

Θεματικές: 
Κατηγορίες: