Δελτίο Θυέλλης 45- Καταλήψεις στέγης και η τέχνη της μητροπολιτικής διεκδίκησης

  • Δημοσιεύτηκε: Πέμ, 10/11/2016 - 11:41πμ

 Στα τέλη Σεπτεμβρίου τρία μέλη του Δικτύου καταδικάστηκαν σε πεντάμηνη φυλάκιση ως υπεύθυνοι για την κατάληψη τον Νοέμβριο του 2009 του άδειου κτιρίου ιδιοκτησίας του Δρομοκαΐτειου Νοσοκομείου επί της οδού Τσαμαδού 15 στα Εξάρχεια. Προφανώς, δεν αμφιβάλλαμε για την καταδίκη μας εφόσον κατηγορούμαστε για «κατάληψη δημοσίου κτήματος», ωστόσο έχει ενδιαφέρον ότι όλη η δίκη κινήθηκε γύρω από την αναγκαιότητα της κατάληψης και της συλλογικής επανοικειοποίησης των κοινών αγαθών. Γι' αυτό και το κείμενο που ακολουθεί.

Στις μέρες μας, ίσως περισσότερο από ποτέ, επανέρχεται συστηματικά και επίμονα η ανάγκη να πιάσεις το νήμα από την αρχή του. Η έστω η επιθυμία να ανοίξεις μια πόρτα. Να κοιτάξεις μέσα, να περιηγηθείς νοητά στα δωμάτια, να αφουγκραστείς τις ιστορίες τους και μαζί με όλους και όλες που από κοινού οραματίζεστε και συναρμολογείτε ένα αύριο χωρίς κοινωνική ανισότητα, διακρίσεις και σχέσεις υποτέλειας να διαρρυθμίσετε το χώρο που θα στεγάσει αγώνες, μικρές και μεγάλες στιγμές, πρακτικές αντίστασης, δημιουργίας και αλληλεγγύης.

Κάπως έτσι, από μια ανάγκη και από μια επιθυμία αναδύεται η σκέψη και η πράξη μιας κατάληψης. Τόσο απλή ως σκέψη και τόσο «φυσική» ως πράξη. Τόσο, μα τόσο πολλαπλώς φορτισμένη, όμως. Και, ενδεχομένως, όχι εντελώς άδικα...

Παραδοσιακά η κατάληψη αποτελεί ένα μέσο διαμαρτυρίας ή διατύπωσης ενός αιτήματος στη δυναμική κλιμάκωσης ενός αγώνα (κατάληψη χώρου εργασίας ή κάποιου υπουργείου, σχολείων και σχολών, ενός δρόμου κ.ο.κ.). Εξίσου παραδοσιακά, η διάρκεια ζωής της κατάληψης είναι εξαιρετικά σύντομη, πεπερασμένη. Πρόκειται για μορφή που προσβλέπει στο να ανακόψει προσωρινά ή να παρεμποδίσει τις ρουτίνες και τις «χρονικές ησυχίες» της καθημερινότητας και διά αυτού να ασκήσει πίεση στον «εδώ και τώρα χρόνο» στην προοπτική ικανοποίησης ή τουλάχιστον καταγραφής στο δημόσιο χώρο μιας διεκδίκησης.

Τι γίνεται όμως με εκείνη την κατηγορία καταλήψεων που διαρκούν κάπως παραπάνω από λίγες ώρες ή μέρες; Εκείνων που «ήρθαν για να μείνουν» και που είναι δυνατόν να διαρκέσουν από κάποιους μήνες έως και κάποια χρόνια; Που δεν αλλάζουν μόνο τη ροή του χρόνου της καθημερινότητας αλλά και τη χρήση του χώρου σ' ένα απροσδιόριστο διηνεκές;

Εδώ τα πράγματα, μάλλον, αρχίζουν να μπερδεύονται γλυκά. Και μπερδεύονται γλυκά για τον απλούστατο λόγο ότι ο μακρύς χρόνος ως απόλυτο μέγεθος και ως διαδικασία αλληλεπίδρασης ανάμεσα στους συμμετέχοντες και τις συμμετέχουσες με υποστηρικτικά δίκτυα, τα «εξωτερικά» ακροατήρια και τις αντίπαλες δυνάμεις αποτελεί προϋπόθεση για τη διαμόρφωση των υλικών όρων της σύγκρουσης ανάμεσα στη νομιμότητα των παγιωμένων σχέσεων κυριαρχίας και στη δημιουργία των νέων κοινωνικών σχέσεων που προεικονίζουν οι καταλήψεις χώρων.

Αποσιωπώντας επιμελώς την παγκόσμια λεπτομέρεια ότι αν όχι στην απόλυτη, τουλάχιστον στη συντριπτική τους πλειονότητα τα κατειλημμένα κτίρια είναι εγκαταλελειμμένα κτίρια που είτε καταρρέουν ως φαντάσματα του παρελθόντος εαυτού τους είτε και πάλι καταρρέοντα και εν μέσω κρίσης και οικονομικής δυσπραγίας προσβλέπουν στην εμπορική τους αναγέννηση μέσα από ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο οικιστικού «εξευγενισμού» της περιοχής, τον κυρίαρχο λόγο για τις καταλήψεις ενορχηστρώνουν κυρίως δύο τύποι πληρωμένων απαντήσεων. Ο πρώτος σχετίζεται με τη (μη) συμβατότητα των καταλήψεων με το υφιστάμενο καθεστώς ιδιοκτησίας (σε ποιον ανήκει το κτίριο, ποιος πληρώνει τα διαφυγόντα κέρδη κ.ο.κ.). Ο δεύτερος, με ζητήματα χρηστής διαχείρισης των χώρων που αίφνης από ιδιωτικοί μετατρέπονται σε δημόσιοι υπό την έννοια ότι γίνονται αντικείμενο δημόσιας συζήτησης στην οποία καλούνται να πάρουν (ηθική) θέση όχι απλώς οι άμεσα ενδιαφερόμενοι, αλλά ευρύτερες κοινωνικές ομάδες, πολιτικά κόμματα, η γειτονιά (πόσο κοινωνικά ευπρεπές είναι να καταλαμβάνονται κτίρια; Πόσο παραβατικές και ανομικές μπορεί να είναι οι δραστηριότητες και οι συμπεριφορές που επωάζουν οι καταλήψεις; Τι πρότυπα και τι ισορροπίες διαμορφώνονται στη γειτονία κ.ο.κ.)

Από την άλλη, υπάρχει ο (ανταγωνιστικός) λόγος που εκπέμπεται από το ζωντανό πείραμα και παράδειγμα κοινωνικής χειραφέτησης που καθημερινά σφυρηλατείται σ' αυτούς τους χώρους αλληλεγγύης και δημιουργίας εναλλακτικών προτύπων κοινωνικών σχέσεων και αξιών. Και είναι πράγματι γεγονός ότι αυτά τα υποδείγματα κοινωνικής συνύπαρξης δεν χωρούν στα υφιστάμενα και ολοένα και πιο ασφυκτικά πλαίσια νομιμότητας, ούτε στη βιοπολιτική φαντασία της εξουσίας. Γι' αυτό και συνήθως καταστέλλονται, σπανιότερα, δε, εντάσσονται σε ένα καθεστώς εύθραυστης και επισφαλούς θεσμοποίησης. Γιατί πρέπει να σταματήσουν να υπάρχουν ως έχουν. Να σταματήσουν να λειτουργούν ως αντεστραμμένοι καθρέφτες αυτού που ορίζεται ως αναπόδραστη «πραγματικότητα».

Κομβικής σημασίας στην έκβαση αυτής της ομολογουμένως ασύμμετρης σύγκρουσης, στον τρόπο μέσα από τον οποίο εγχειρήματα που αναφύονται στη μικροκλίμακα της καθημερινότητας και στο τοπικό επίπεδο είναι δυνατόν να επηρεάσουν το γενικότερο πολιτικό τοπίο, είναι ο βαθμός στον οποίο οι χώροι αυτοί θα αποτελέσουν κοινά πολιτικά αγαθά. Αυτό μας καλεί να δούμε το αστικό περιβάλλον, την πόλη ως πεδίο συγκρότησης νέων συλλογικών ταυτοτήτων και πολυθεματικών περιεχομένων διεκδίκησης, καθώς και τη «μεγάλη πολιτική» ως εκείνη την τέχνη των «μικρών πραγμάτων» που δεν διστάζουν να γίνουν μεγάλες αφηγήσεις.

                                               Λουκία Κοτρωνάκη