Είναι η ήττα των βασανιστών, αδερφέ μου (Δελτίο Θυέλλης Τεύχος 38 - Απρίλιος 2014!)

  • Δημοσιεύτηκε: Τρί, 15/04/2014 - 7:31μμ

Φθινόπωρο του 2002, στο περιθώριο του καλοκαιριού του ζόφου που ακολούθησε την εξάρθρωση της Ε.Ο. 17Ν, σ' ένα τραπέζι με αφορμή κάποια βαφτίσια στο χωριό. Ένας παλιός συμμαθητής και φίλος παίρνει διακριτικά θέση δίπλα μου μέσα στη γιορτινή βαβούρα. Σκύβει στ' αυτί μου: «Εγώ το ξέρεις ποτέ δεν ασχολιόμουνα με πολιτική και τέτοια, είμαι κι από δεξιά οικογένεια, αλλά δεν μπορώ... Στενοχωρήθηκα, ρε φίλε. Τουλάχιστον με τη 17, έσφιγγε και κάνας κώλος».         

Στα εικοσιεφτά χρόνια συνεχούς δράσης της Ε.Ο. 17Ν, της «πιο τρομερής οργάνωσης στην Ευρώπη» κατά τον Μαρκ Μαζάουερ, άνθισαν όλοι οι μύθοι γύρω από την «οργάνωση-φάντασμα»: Ήταν ταυτόχρονα µορό, πράκτορες, Άραβες, Σοβιετικοί, ο Ανδρέας Παπανδρέου, τηλεμεταφερόμενοι, Ελοχίμ... Η λαϊκή φαντασία κονταροχτυπήθηκε με την καθεστωτική προπαγάνδα των κρατικών μηχανισμών και των μυστικών υπηρεσιών, τα φοβικά σύνδρομα της Αριστεράς ανακατεύτηκαν με τους κανιβαλικούς αφορισμούς των ξεπουλημένων παπαγάλων της Κυριαρχίας.

Δώδεκα χρόνια μετά, ο κατ' εξοχήν αρμόδιος, ο Δημήτρης Κουφοντίνας, καταθέτει μέσα από τη φυλακή τη δική του οπτική για την πορεία της οργάνωσης  και όχι μόνο. Στέκεται μπροστά «στο μεγάλο δικαστήριο της Ιστορίας» για να καταθέσει μόνο αλήθειες: «Μπορεί για την ώρα να μην ειπωθούν τα πάντα, όμως όσα ειπωθούν θα πρέπει να είναι η αλήθεια». Μέσα από τις σελίδες του «Γεννήθηκα 17 Νοέμβρη» ξεδιπλώνεται όχι μόνο η προσωπική του διαδρομή, όχι μόνο η ιστορία της οργάνωσης, αλλά ολόκληρη η πορεία του ένοπλου κινήματος στην Ελλάδα, οι πολιτικοκοινωνικές συνθήκες που το περιέβαλλαν, οι εκφάνσεις και οι αντιφάσεις του ανταγωνιστικού κινήματος, ακόμα και οι αιτίες της σημερινής καταστροφής.

Ο Δημήτρης Κουφοντίνας κάνει την αυτοκριτική που του (ή «τους») αναλογεί χωρίς να απαρνηθεί ούτε στιγμή την ιστορία του, μέσα από ένα βιβλίο που εκτός των άλλων αποτελεί, χωρίς καμία υπερβολή, μια συγκλονιστική εμπειρία ανάγνωσης. Περιεκτική πολιτικοκοινωνική ανάλυση, συγκινητική βιωματική παράθεση αλλά και μεθοδική εξιστόρηση που σε πολλά σημεία, όπως στις σκηνές της δράσης, με την κοφτή του αφήγηση δεν έχει τίποτα να ζηλέψει απ' τα καλύτερα δείγματα της νουάρ λογοτεχνίας  με τη διαφορά ότι εδώ είναι όλα αλήθεια. «Παλιά φορούσαμε στα δάχτυλα λευκοπλάστη, μέχρι που ένα απόγευμα μας σχολίασαν δυο πιτσιρίκια πέντε-έξι χρονών: Καλά, αυτός έχει χτυπήσει σε όλα τα δάχτυλα;» Ή η «υψηλή ιατρική» της οργάνωσης-φάντασμα: «Κολλήσαμε το σχισμένο δέρμα με κόλλα στιγμής». Διαλύει μύθους και ψέματα, αναπληρώνει το κενό της σιωπής που άφησε πίσω του ο ζόφος του 2002, ανασυνθέτει «από μέσα» την ιστορία και τη φυσιογνωμία της οργάνωσης που «χτυπήθηκε από τις εσωτερικές της αντιφάσεις, καθώς απέναντι στη διακηρυγμένη στρατηγική της πολύμορφης δράσης με ορίζοντα τον ένοπλο λαό, επιλέχθηκε τελικά η μονόπλευρη, φοκιστικής κοπής, ένοπλη γραμμή», αλλά ταυτόχρονα, εκτός των άλλων «αποτέλεσε στη μικρή μας χώρα ένα γερό αγκάθι στη μπότα του μπαρμπα-Σαμ, του γελαδάρη πιστολέρο».

Περιγράφει το τέλος μιας εποχής του αντάρτικου πόλης μέσα από τη φυλακή, αλλά «δεν είναι οι τοίχοι, τα σίδερα, το τσιμέντο, το υπόγειο που με πλακώνουν. Φυλακή είναι η ματαίωση, ο διαχωρισμός, η απάρνηση, η προδοσία προπάντων». Δεν μιλά με όρους νίκης και ήττας  βλέπει την απόπειρά τους ως αναπόσπαστο τμήμα της περιπέτειας του αγωνιζόμενου ανθρώπου που παλεύει και αντιστέκεται, πολεμά και πέφτει, πέφτει και νικά. Συνομιλεί με το όνειρο της πανανθρώπινης λευτεριάς και με τους γενειοφόρους αντάρτες του ΕΛΑΣ και του ΔΣΕ, τους κλέφτες του '21 και τους Μακρονησιώτες. Αλλά και «με τις γενιές των αγωνιστών που έρχονται», πιστεύοντας ότι «όλα είναι χρήσιμα, όλα θα τους χρειαστούν  και τα σωστά και τα λάθη μας». Γιατί, ανεξάρτητα από τις επιμέρους διαφωνίες του καθενός (και μπορεί να είναι πολλές και σημαντικές), στάθηκε (και στέκεται) από τη σωστή πλευρά της Ιστορίας. Με το δίκιο, απέναντι στο άδικο των ισχυρών.

Ακριβώς γι' αυτόν το λόγο το βιβλίο πολεμήθηκε σχεδόν όσο κανένα άλλο σ' αυτή τη χώρα, από την πρώτη κυριολεκτικά στιγμή της έκδοσής του. Αν ο Κουφοντίνας είχε «μετανοήσει», αν «καταδίκαζε», αν ξέπλενε με συγνώμες βασανιστές και καθάρματα καθαγιάζοντάς τους σαν μάρτυρες και αδικοχαμένους, η Εξουσία και τα παπαγαλάκια της δε θα `χαν κανένα απολύτως πρόβλημα. Όμως δεν το κάνει και αυτή ακριβώς είναι η «ήττα των βασανιστών» στην οποία αναφέρεται ο Χόρχε Σαμπάλσα χαιρετίζοντας το βιβλίο. Και γι' αυτόν ακριβώς το λόγο, τα φοβικά σύνδρομα που, δυστυχώς, ακόμα εκφράζονται από τη μεριά τμημάτων της Αριστεράς, πρέπει να σεβαστούν επιτέλους κάποια όρια: Ουδείς δικαιούται να αποκαλεί πράκτορα και ΚΥΠατζή έναν αγωνιστή που παραδόθηκε σε δεκάδες ισόβια και χιλιάδες χρόνια κάθειρξης για να υπερασπιστεί τις επιλογές του και την επαναστατική του τιμή. Έναν αγωνιστή που μέσα στην απόλυτη μοναξιά της μαύρης νύχτας στο Αγκίστρι πριν την παράδοση, άκουγε 902 στο ραδιόφωνο, με την Παπαρήγα να τον καθυβρίζει, για να αντλήσει δύναμη από τα παλιά ριζίτικα και αντάρτικα τραγούδια. Αποτελεί, αν μη τι άλλο, ασέβεια αλλά και βιασμό της κοινής λογικής.

Για τους άλλους, τους Μπαλτάκους και τους Πρετεντέρηδες, δεν μας νοιάζει  αυτοί θεωρούν έτσι κι αλλιώς «ψεύτες» τους νεκρούς ανήλικους πρόσφυγες στο κάθε Φαρμακονήσι.

Όσοι και όσες παίρνουν μέρος στον αγώνα για την παγκόσμια απελευθέρωση και τον κομμουνισμό ακούνε πίσω τους τη βουή της ιστορίας των αγώνων, τα καριοφύλια των κλεφτών, τα λιανοντούφεκα των ανταρτών. Από τα βάθη των αιώνων τα παλιά, ριζίτικα τραγούδια:

Τον αντρειωμένο μην τον κλαις, όσο κι αν αστοχήσει.

Κι αν αστοχήσει μια και δυο, πάλι αντρειωμένος θα `ναι.

Σύντροφε, σ' ευχαριστούμε.               

Κώστας Μουζουράκης

Δελτίο Θυέλλης Τεύχος 38 - Απρίλιος 2014!